ελικοτόμος

ελικοτόμος
ο тех плашка, винторезный станок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελικοτόμος" в других словарях:

  • ελικοτόμος — ο εργαλείο που διανοίγει εσωτερικά σπειρώματα, ο βιδολόγος …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ελικωτήρας — ο ελικοτόμος …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοτόμος — Εργαλειομηχανή που εκτελεί την κοχλιοτόμηση, δηλαδή την εκσκαφή της ελίκωσης ενός κοχλία κατά μήκος μιας κυλινδρικής επιφάνειας. Η κοχλιοτόμηση εφαρμόζεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική επιφάνεια του κυλίνδρου. Η πρώτη εκτελείται με αρσενικό κ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»